Μονωτική ταινία της Ελένης Καραμαγκιόλη


Ελένη Καραμαγκιώλη
Μονωτική ταινία

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ


Δεκαέξι ιστορίες για ανθρώπους χωμένους στα κουκούλια τους.
Άντρες και γυναίκες που ζουν στη μεγάλη πόλη κάνοντας μικρά
όνειρα. Άνθρωποι αεροστεγείς –τουλάχιστον έτσι φαίνονται–
που άλλοτε λυτρώνονται κι άλλοτε εγκαταλείπονται στην
τύχη τους.

ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΜΑΓΚΙΩΛΗ


Πάντοτε, όμως, κινούνται. Τρέχουν ν’ αποφύγουν λακκούβες
με θείους –που δεν αγαπάνε σαν θείοι– και με φυτά-μάρτυρες
θλιβερών ιστοριών, σφυρίζουν στο τρένο ξαφνικά, χτυπάνε
κουδούνια αγνώστων, ξύνουν τοίχους με τα χέρια τους, βουτάνε
σε πισίνες για να κρυφτούν, βάζουν ηλεκτρική σκούπα για
να φέρουν κοντά τους αυτούς που αγάπησαν, καταστρέφουν
παιδικά πάρτι…
Κάνουν ό,τι μπορούν για να παραμείνουν προστατευμένοι,
μονωμένοι ή –τουλάχιστον– έτσι νομίζουν.

ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΜΑΓΚΙΩΛΗ


Μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο.

«Ο φούρνος της Μαρίας λίγο πιο κάτω έχει κλείσει, ένα «πωλείται» σκεπάζει το σχέδιο με το στάχυ στη βιτρίνα. Δεν έβγαινε άλλο του είπε, θα έφτιαχνε από το σπίτι πλεκτές τσάντες και θα της πουλούσε στο ίντερνετ, είχε μάθει ότι αυτό μπορούσε να φέρει λεφτά, «θα ξεπατικώνω βιτρίνες στο Κολωνάκι και θα κάθομαι να πλέκω, έτσι κι αλλιώς με το ψωμί και το κουλούρι μέσα έμπαινα».

Την Μαρία την ξέρει από το γυμνάσιο, ήταν δυο τάξεις μεγαλύτερή του, όμορφο κορίτσι, θεωρητικό όπως έλεγε η μάνα του. Είχε εκτόπισμα, καμπύλες πολλές και ένα δέρμα αψεγάδιαστο σαν χαρτί καλλιγραφίας. Από μικρός το είχε το πρόβλημα με τις ψηλές γυναίκες, νόμιζε ότι χανόταν μπροστά τους, ότι έμοιαζε κουνούπι ανάμεσα στα μακριά άκρα και κάτω από τους ψηλούς λαιμούς, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να τις ακολουθεί στον δρόμο και να χώνεται στη σκιά τους πίσω τους.

Όταν τέλειωσαν το σχολείο τριγύριζε κουνούπι πάλι, ζαλισμένο, στα ζυμάρια και στα σουσάμια της Μαρίας για να την βλέπει. Εκείνη είχε στρωθεί στη δουλειά μπας κι αναστήσει τον φούρνο των δικών της, το χαρτί καλλιγραφίας είχε αρχίσει να ζαρώνει από τον λίγο ύπνο και τη δουλειά, οι καμπύλες είχαν εξαφανιστεί κι είχαν μείνει μόνο οι γωνίες, η Μαρία είχε γίνει αιχμηρή μέρα με τη μέρα σαν το μαχαίρι που έκοβε τα καρβέλια.» (Καφές Τοστ, Μόνο).

Απόσπασμα..

«Είναι ένα κορίτσι στην άκρη της πόλης. Είναι ένας άντρας μεθυσμένος. Το κορίτσι ζει σε ένα διαμέρισμα με καφέ μάρμαρα στο μπάνιο και καζανάκι που τρέχει, με δρύινες πόρτες που πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους στη γλώσσα των τριγμών, με δύο κρεβάτια από λευκό ξύλο και στο προσκέφαλό τους οι γονείς να κρέμονται, αιχμάλωτοι του χρόνου, στη φωτογραφία αρραβώνων.

Ο άντρας έχει κοιτάξει τρεις φορές αυτό το βράδυ την ταυτότητά του για να βεβαιωθεί ότι είναι αυτός, του Στάθη και της Χαρίκλειας. Της Χαρίκλειας είναι σίγουρα. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του για τον πατέρα Στάθη άκουγε μόνο στα κρυφά, όταν η μάνα Χαρίκλεια μιλούσε για εκείνον σε θυμωμένες θείες και ξαδέλφες και σέρβιρε τον ελληνικό με το κουλούρι στο πιατελάκι φουσκωμένο με αμμωνία. Όσο μεγαλύτερη η αγωνία να γυρίσει σπίτι ο πατέρας, τόσο μεγαλύτερη η δόση της αμμωνίας στη ζύμη.

Οι μέρες για το κορίτσι γλιστράνε σαν υποψία μέσα από γρίλιες, κατεβασμένα στόρια και χαραμάδες καλυμμένες με μονωτική ταινία. Το φως αγριεύει τον μικρό, τρυπάει τα μάτια του σαν μαχαίρι, τον κάνει να κρύβεται πίσω από το ψυγείο και να κλαίει, τα αναφιλητά του δεν σταματούν ούτε όταν το κορίτσι τελειώνει με το φαγητό και στρώνει τραπέζι. Τον κάνει καλά με λίγο ψωμί βουτηγμένο στο λάδι και αδειάζοντας όλες τις οδοντογλυφίδες μπροστά στο πιάτο του.» (Μονωτική Ταινία)

Απόσπασμα..

«Ήμασταν όλες καθισμένες γύρω από την πισίνα όταν ξεπρόβαλες εσύ με το κόκκινο ολόσωμο μαγιό και τα μακριά σου πόδια στο χρώμα του κεχριμπαριού, λες και μόλις είχες επιστρέψει από ένα δικό σου μυστικό καλοκαίρι.

Ζήλεψα την αβίαστη βουτιά σου, την ικανότητα σου να φτάνεις τόσο κάτω, αν τα κατάφερνα σαν εσένα ,  θα είχα βουτήξει μαζί σου για να βλέπουμε μέσα από τη γαλάζια οθόνη θολά τα κεφάλια πάνω από τα μαύρα μαγιό να ανοιγοκλείνουν τα στόματά τους σαν σε βουβή ταινία και να κουνάνε χέρια-πόδια μηχανικά.

Μας είχες πιτσιλίσει όλες, βγαίνοντας με ορμή από το νερό, έκατσες δίπλα μου στις πλαστικές καρέκλες «πάρε κι εσύ λίγο χλώριο» μου είπες, ενώ απελευθέρωνες τα μαλλιά σου από το μπλε σκουφί σου, το μπράτσο σου ακούμπησε στο δικό μου, μου ζήτησες να σου σκουπίσω την πλάτη, η πετσέτα μου έφευγε από τα χέρια μετά βίας μπόρεσα να την κρατήσω και να σε στεγνώσω απαλά, μέτρησα για να σταματήσω να τρέμω τις σταγόνες που είχαν μείνει ακίνητες πάνω σου, τις βρήκα είκοσι πέντε, οι είκοσι τρεις στην πλάτη, οι άλλες δύο ψηλά στον αριστερό μηρό.» (Μαύρο με νερά βιολετί)

ΣΧΉΜΑ: 14 × 21 εκ.
ΣΕΛΙΔΕΣ: 176
Έτος Έκδοσης: 2021
Τιμή: 10,00 ευρώ
Θεματολογία: Λογοτεχνία,
Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία,
Διηγήματα, Άνθρωπος, Ύπαρξη
ΙSBN: 978-960-640-063-6

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Blog στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑